- πλάθειν
- πλά̱θειν , πλάθωapproachpres inf act (attic epic)πλά̱θειν , πλήθωto be fullpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εριστός — ἐριστός, ή, όν (Α) [ερίζω] αυτός που προκαλεί έριδες, φιλονεικίες («δεῑ τοῑς δυνατοῑς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν» δεν πρέπει να συζητούμε με τους δυνατούς όσα προκαλούν έριδες, Σοφ.) … Dictionary of Greek